Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Αλωνάρης

Το μήνα Ιούλιο τον έλεγαν και Αλωνάρη. Μόλις τέλειωνε ο θέρος άρχιζε το αλώνισμα.
Αμόλαγαν τα δεμάτια σε στρογγυλό σχήμα, με ένα αφαλό (κενό) στη μέση για να ανοίξουν τους κύκλους που έκαναν τα ζώα και να μην ζαλίζονται. Κάποιοι λίγοι νοικοκυραίοι που είχαν πάρα πάνω δεμάτια έκαναν κι άλλες θημωνιές. Υπήρχαν και δυο τρεις Στενιώτες νοικοκυραίοι που είχαν και τρεις θημωνιές.
Στη Στενή υπήρχαν δυο αλώνια τα πέρα και τα δώθε ανάλογα σε ποια γειτονιά έμενες.
Τα παλαιότερα αλώνια της Στενής ήταν τα Παλιάλωνα λίγο πιο κάτω από τα σημερινά στο δρόμο για τα Θυμάρια. Στο αλώνισμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσματος, το ζώο και το ντουέν. Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλληλοβοήθειας «τα δαν(ει)κά». Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κάποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβαζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε χρησιμοποιούσαν 4 + 4 βαλμάδες σε δυο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα και βόδια. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες. Γύρω γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος φρόντιζε ώστε τα δεμάτια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων.

Όσοι προσλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά» τους πλήρωνα με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δέματα με το δικούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο.
Αφού τέλειωνα το αλώνισμα σειρά είχε το ξανέμισμα. Στα περισσότερα χωριά περίμεναν τον αέρα για να ξανεμίσουν. Στη Στενή στα αλώνια ήξεραν ότι κάθε βράδυ 12-1 είχε πόηο. Αφού ξανέμιζαν το «λιώμα», που το είχαν μαζέψει σε σωρό, μάζευαν τον καρπό του σιταριού με κόσκινο και καθάριζαν τα σκύβαλα με τα οποία ετάιζαν τα ζώα. Για το ξανέμισμα χρησιμοποιούσαν τον καρπολόι και το δικούλι. Το άχυρο, που είχε μαζευτεί σε σωρό, το σάκιαζαν στα αχυρόσακα και το πήγαιναν στα κατώγια «στου μπλέχτ» για να έχουν τα ζώα φαΐ για το χειμώνα. Τον καρπό, τον πέρναγαν από το δρινόνι (χοντρή σίτα), για να καθαρίσει από τα σκύβαλα. Μετά τον έβαζαν στα καρπόσακα και τον πήγαιναν στα αμπάρια.
Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί σιταριού στη Στενή ήταν οι Κορωναίοι (Μπαμπάδες), οι Γιαλοί(Ταμίες), ο Ποστόλης Σιμιτζής
Τα αποτελέσματα της σποράς τότε δεν ήταν και ιδιαίτερα αποδοτικά. Έπαιρναν απλώς άλλο τόσο από αυτό που έσπερναν και λίγο πάρα πάνω κάποιες φορές ,κι έτσι κάθε φορά την μισή συγκομιδή την φύλαγαν για να την σπείρουν την επόμενη χρονιά. Μονάδα μέτρησης ήταν το ξάι. Το ξάι ήταν ένα δοχείο το οποίο είχε περιεκτικότητα από 9-12 οκάδες ανάλογα από τον καρπό. Τα δέκα ξάια έκαναν μια τάλια. Από το 1860 μέχρι και μετά το 1900 με τις καλύτερες συνθήκες ένας γεωργός είχε παραγωγή 50 τάλιες σιτάρι, 20 τάλιες κριθάρι, 20 τάλιες καλαμπόκι, 25 τάλιες ρεβίθια και 20 τάλιες φάβα.
Τον Ιούλιο έβγαζαν τα ρεβίθια Τα έβγαζαν με τα χέρια τα έκαναν αγκαλιές ,άδετες ή δεμένες . Έβαζαν τέσσερα δέματα στο ζώο και τα πήγαιναν στα αλώνια. Τα αλώνιζαν μόνοι τους αυτή την φορά μιας και η ποσότητα ήταν μόνο για το σπίτι.
Τον Αύγουστο είχαν σειρά τα καλαμπόκια. Τα έβγαζαν πολλές φορές και από τον Ιούλιο τα έλιαζαν και κοντά της Παναγίας τα ξεχώριζαν από τα «μπούρτσα»: «Τα πηαιναμ στ αλώνια και τα βάραγαμ ουλ μέρα με τα λουμπούτια»

Τα οπωροφόρα
Πολύ σημαντικά ήταν και τα δένδρα που είχαν για να συμπληρώνουν την διατροφή τους με φρούτα και να σπάει η μονοτονία της καθημερινής διατροφής. Ρόδια, τα οποία κρέμαγαν σε πλεξούδες για να έχουν όλο το χρόνο, κυδώνια, τον Αύγουστο σύκα τα οποία λιάζανε ,βράζανε και τα κρέμαγαν με κλωστές για να κρατήσουν, τσάγαλα, τον Σεπτέμβριο καρύδια αφού τα καθάριζαν και τα στέγνωναν τα έκαναν κοκόσες (ξερά καρύδια), εξαιρετικά πολύτιμα και για τα γλυκά των Χριστουγέννων αλλά και για τα κόλλυβα.
Σημαντικά όλα αυτά και επειδή σήμερα δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα όλων αυτών εκείνη την εποχή, αρκεί να αναφέρουμε ότι στις συμφωνίες που γίνονταν για την προίκα μαζί με τα υπόλοιπα αναφερόταν και «μια πλιξούδα ρόιδια» ανάλογα βέβαια την περίσταση.

ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ
Η ανάγκη έκανε τους παλιούς κατοίκους των χωριών να βάζουν ένα μέτρο στις εκμεταλλεύσεις που έκαναν στις καλλιέργειες στο δάσος, στα βοσκοτόπια. Για την τήρηση αυτών των απαγορεύσεων υπεύθυνοι ήταν όλοι, ο πρόεδρος της κοινότητας, οι σύμβουλοι, οι αγροφύλακες, αλλά και οι πολίτες.
Το ψάρεμα στα χωριά Κάτω Στενή και Βούνοι επιτρεπόταν μόνο λίγες ημέρες πριν της Αγιασωτήρος. Τα ποταμόψαρα που δυστυχώς σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τη μόλυνση του ποταμού και από το λίγο νερό, ήταν μία λιχουδιά που επιτρεπόταν μόνο μια ημέρα το χρόνο. Την ημέρα του μεγάλου πανηγυριού των Βούνων όλα τα σπίτια είχαν ψάρια στο τραπέζι τους. Και για να έχουν πάντα, επέτρεπαν το ψάρεμα μόνο μια εβδομάδα το χρόνο και χωρίς δηλητήρια. Ο σκλόμος απαγορευόταν αυστηρά.
Παραβάτες όμως στη συγκεκριμένη απαγόρευση υπήρχαν πολλοί. Ο σκλόμος (φλόμος), είναι ένα φυτό της περιοχής το οποίο όταν χτυπηθεί βγάζει γαλακτώδες υγρό. Οι ασυνείδητοι της εποχής άλλαζαν τη ροή του νερού, και παγίδευαν τα ψάρια σε λίγο νερό.
Χτύπαγαν και ανακάτευαν το δηλητήριο μέσα στο νερό. Σε λίγο ότι υπήρχε στο νερό αρχικά ναρκωνόταν. Μετά από λίγο ότι υπήρχε στο νερό πέθαινε. Ψάρια, χέλια, νεροχελώνες, νερόφιδα, δεν έμενε τίποτα ζωντανό. Τα πρόβατα που έπιναν νερό παρά κάτω είχαν κι αυτά σοβαρά προβλήματα. Οι τρόποι που επιτρεπόταν κάποιος να ψαρέψει ήταν με το κοφίνι, την πέτρα ή την βαριά που χτύπαγαν τις πέτρες που είχαν από κάτω ψάρια ή ακόμα και με τα χέρια αφού άλλαζαν την κατεύθυνση του νερού. Τα χέλια ήταν δυσκολότερο ψάρεμα γινόταν μόνο με τα χέρια χρησιμοποιώντας μάλλινο πανί για να μην γλιστράνε. Το ίδιο πανί το χρησιμοποιούσαν για να τα γδάρουν αρχίζοντας από το κεφάλι. Τα καβούρια επιτρέπονταν όλο τον καιρό μιας και υπήρχε αφθονία.

Γιάννης Μητάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δίρφυς. «Η ναζού κόρη».

H Δίρφη (ή Δίρφυς) είναι το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας. Η κορυφή της Δίρφης, υψώνεται στα 1.743 μέτρα. Από τα 1.200 περίπου μέτρα και πά...