Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Αλωνισμός


Μόλις τέλειωνε ο θέρος, άρχιζε το αλώνισμα. Τοποθετούσαν τα δεμάτια σε στρογγυλό σχήμα, με ένα αφαλό (κενό) στη μέση, για να ανοίξουν τους κύκλους που έκαναν τα ζώα και να μην ζαλίζονται. Κάποιοι λίγοι νοικοκυραίοι, που είχαν πάρα πάνω δεμάτια, έκαναν κι άλλες θημωνιές. Υπήρχαν και δυο τρεις Στενιώτες νοικοκυραίοι, που είχαν και τρεις θημωνιές.
Στη Στενή υπήρχαν δύο αλώνια, τα πέρα και τα δώθε και ο καθένας πήγαινε, ανάλογα, σε ποιο ήταν το χωράφι του κοντά Τα παλαιότερα αλώνια της Στενής ήταν τα Παλιάλωνα, λίγο πιο κάτω από τα σημερινά, στο δρόμο για τα θυμάρια. Στο αλώνισμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσματος, το ζώο και το ντουέν. Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλληλοβοήθειας «τα δανεικά». Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κάποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβαζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε οι βαλμάδες εργάζονταν σε δύο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα και βόδια, ήταν τα ζώα που τραβούσαν το ντουέν για το αλώνισμα. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες.
Ντουέν
Γύρω-γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος έσπρωχνε τα δεμάτια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων. Όσοι προσλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά», τους πλήρωναν με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δεμάτια με το δικούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο.
Αφού τέλειωνε το αλώνισμα, σειρά είχε το ξανέμισμα (λίχνισμα). Στα περισσότερα χωριά περίμεναν τον αέρα για να ξανεμίσουν. Στη Στενή ήξεραν ότι στα αλώνια, συνήθως κάθε βράδυ είχε «πόηο». Αφού ξανέμιζαν το «λιώμα», που το είχαν μαζέψει σε σωρό, μάζευαν τον καρπό του σιταριού με κόσκινο και καθάριζαν τα σκύβαλα με τα οποία τάιζαν τα ζώα. Για το ξανέμισμα χρησιμοποιούσαν το καρπολόι και το δικούλι.
Λίχνισμα
Το άχυρο, που είχε μαζευτεί σε σωρό, το σάκιαζαν στα αχυρόσακα και το πήγαιναν στα κατώγια «στου μπλέχτ», για να έχουν τα ζώα φαΐ για το χειμώνα. Τον καρπό τον πέρναγαν από το δρινόνι ή δερμόνι (χοντρή σίτα), για να καθαριστεί από τα σκύβαλα, τον έβαζαν στα καρπόσακα και τον πήγαιναν στα αμπάρια.
Τα καρπόσακα και τα αχυρόσακα τα έφτιαχναν από το φυτό σπάρτο και να πως.
Μάζευαν τα βλαστάρια από τα σπάρτα και τα κάνανε δέματα. Τα μεταφέρανε στο χωριό και τα πηγαίνανε στο ποτάμι. Τα βυθίζανε μέσα στο νερό και για να μην τα παρασύρει η ορμή του ποταμιού, βάζανε από πάνω πέτρες. Τα αφήνανε εκεί τρεις-τέσσερις μέρες για να φουσκώσουν.
Δερμόνι
Ύστερα τα βράζανε στο καζάνι (κακάβι). Όταν βράσουν, τα βγάζουν και τα αφήνουν να κρυώσουν. Μετά τους βγάζανε τη φλούδα και τα χτυπάγανε πάνω σε μια πέτρα με έναν ξύλινο κόπανο και από το πολύ χτύπημα γίνονταν σαν μαλλί.
Από εκεί και ύστερα ακολουθούσαν τη διαδικασία της ύφανσης
Από το ύφασμα λοιπόν αυτό, έφτιαχναν τα καρπόσακα και τα αχυρόσακα και επειδή το ύφασμα αυτό ήταν πολύ γερό, τα σακιά κρατούσαν πολλά χρόνια.
Πολλές γυναίκες έφτιαχναν και φουστάνια απ΄ αυτό.

Γιάννης Γιαννούκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δίρφυς. «Η ναζού κόρη».

H Δίρφη (ή Δίρφυς) είναι το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας. Η κορυφή της Δίρφης, υψώνεται στα 1.743 μέτρα. Από τα 1.200 περίπου μέτρα και πά...