Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Κτίστες στη Στενή (Πετράδες)

Για να κτιστεί ένα σπίτι, χρειαζόντουσαν πέντε βασικά υλικά: Πέτρες, ξύλα, ασβέστη, άμμος και κεραμίδια.
Τις πέτρες τις έπαιρναν από τα νταμάρια, τα ξύλα από τους υλοτόμους, τον ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα, την άμμο από το ποτάμι. και τα κεραμίδια από τα κεραμιδαριά.
Ο Μαστρογιάννης Αθανάσιος, (Λαδάς)
με τη σύζυγό του Δέσποινα
και στη μέση το γιο του Αναστάσιο,
που απεβίωσε σε ηλικία 17 χρονών 
το 1943.
Ο Μαστρογιάννης Αθανάσιος, 
γεννήθηκε το 1891.
Ήταν κτίστης πέτρας.
Για τις πέτρες, ένα νταμάρι ήταν στη θέση Ντάμη, από όπου μπορούσε όποιος ήθελε να προμηθευτεί και άλλο ένα, μεταπολεμικά, μεταξύ πάνω και κάτω Στενής στη θέση Χότζα, που το δούλευε ο Απόστολος Γιαλός. Το κτήμα στο οποίο γινόταν η εξόρυξη της πέτρας, ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Σπυριδάκη.
Τα ξύλα τα παράγγελλαν στους υλοτόμους
Την ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα τα οποία ήταν αρκετά. Ένα μάλιστα είχαν φτιάξει μετά τον πόλεμο οι πυρόπληκτοι, που είχαν καεί τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και του εμφυλίου.
Ασβεστοκάμινα υπήρχαν στις θέσεις «Καρατλάκα», «Ανήλιος» και «Κουρίτος». Αυτό το τελευταίο το δούλευαν, ο Αναστάσιος Σουλτάνης (Μνίλας) και ο Μιχάλης Καρλέτσος.
Την άμμο, όπως είπαμε την έπαιρναν από το ποτάμι.
Τα κεραμίδια κατασκευάζονταν σε ειδικά καμίνια.
Από τα παλιά χρόνια στην περιοχή «Κληματαριές», κοντά στο ποτάμι, υπήρχε κεραμιδάδικο. Σήμερα δεν λειτουργεί, αλλά την περιοχή την ονομάζουν «Κεραμιδαριά».(στα κιραμδαριά).
Ένα άλλο καμίνι υπήρχε κατά μήκος του δρόμου προς τα αλώνια, στην Κάτω Στενή, το οποίο έφτιαχνε και κανάτια, στάμνες, πιθάρια κ.α. και ήταν του Βλάχου Γεωργίου (Ζορμπαλή) και των παιδιών του.
Περί το 1950, λειτούργησε κεραμιδάδικο για λίγα χρόνια και ο Κώστας Μαστρογιάννης.
Ο Μαστρογιάννης Κωνσταντίνος 
του Ιωάννη (Κωντής). 
Ήταν κτίστης πέτρας.
Τις πέτρες τις κουβαλούσαν στην οικοδομή με μουλάρια και γαϊδούρια. Τοποθετούσαν δύο σανίδες στις δύο πλευρές του σαμαριού, στις οποίες έβαζαν τις πέτρες. Καταλαβαίνουμε ότι χρειαζόντουσαν πολλές «στράτες» για να κουβαληθούν οι πέτρες. Από εκεί και έπειτα ο κτίστης έπαιρνε την πέτρα και με το σφυρί της έδινε την κατάλληλη μορφή.
Τα ξύλα που έφερναν οι υλοτόμοι, ήταν μεγάλα δοκάρια διαφόρων μεγεθών. Μερικά από αυτά τα έβαζαν στους τοίχους για στερέωση (κάτι σαν τα σημερινά σενάζ) κι άλλα τα έβαζαν πάνω και πλάι από πόρτες και παράθυρα, κάτι σαν τις σημερινές κάσες των κουφωμάτων αλλά επί πλέον τα ξύλα αυτά λειτουργούσαν και σαν σενάζ (παράστωμα).
Τον ασβέστη τον έπαιρναν από τους λάκκους, Στους λάκκους έριχναν την ασβέστη οι ασβεστοκαμινάδες, έριχναν από πάνω νερό και το άφηναν μέρες και μήνες μέχρι ο ασβέστης να κατασβηστεί, να γίνει δηλαδή αλοιφή. Την μετάφεραν στην οικοδομή με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασόνια, ενώ τα μετέπειτα χρόνια χρησιμοποιούσαν τενεκέδες. Στην οικοδομή, τον ασβέστη τον περνούσαν από την κοσκίνα, για να κρατήσει πιθανόν σκληρά κομμάτια που δεν είχαν διαλυθεί (χουρμπούλια). 
Μυστρί
Η κοσκίνα ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο τελάρο με τέσσερις λαβές, που ανάμεσα είχε εφαρμοστεί μια ψιλή σήτα. Δύο εργάτες, κρατώντας από δύο λαβές, ο ένας απέναντι στον άλλον, την κουνούσαν και έπεφτε η ασβέστη καθαρισμένη από χουρμπούλια.
Την άμμο την έφερναν από το ποτάμι με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασόνια, ύψους περίπου ένα μέτρο, στενή από κάτω και όσο ανέβαινε άνοιγε ελάχιστα. Όταν έφταναν στην οικοδομή, άνοιγαν τα κασόνια από κάτω και η άμμος χυνόταν.
Ύστερα την πέρναγαν από τη σήτα. Η «σήτα» ήταν ένα ξύλινο τελάρο με εφαρμοσμένη σήτα, το οποίο το τοποθετούσαν όρθιο και λίγο πλαγιαστά, αφού του
Φτυάρι
είχαν βάλει υποστυλώματα και με το φτυάρι έριχναν απάνω την άμμο. Έτσι η καθαρή άμμος περνούσε και οι διάφορες μικρές πέτρες, ξυλάκια, φύλλα και ότι άλλο υπήρχε μέσα στην άμμο έμεναν απ΄έξω.
Αυτή η άμμος ήταν για κτίσιμο. Αν ήθελαν να σοβατίσουν, την ξαναπερνούσαν από την κοσκίνα που είχε πιο ψιλή σήτα.
Το μείγμα της λάσπης ήταν ασβέστη, άμμος και νερό, που τα ανακάτευε με την τσάπα και με το φτυάρι ο εργάτης, «λασπιάς» και με τον τενεκέ τη μετέφερε εκεί που έκτιζε ο «μάστορας».
Νωρίτερα ακόμα, πριν να γίνει η χρήση του ασβέστη, η λάσπη φτιαχνόταν με χώμα, βάζοντας μέσα άχυρο ή τραγόμαλο, ή οτιδήποτε θα μπορούσε να τη σφίξει περισσότερο
Τσάπα
Ο μάστορας με το μυστρί και ένα σφυρί για να λειαίνει τις πέτρες, ανεβασμένος στην σκαλωσιά, έκτιζε.
Μεγάλη προσοχή έδινε στη λείανση των αγκωναριών, που θα έμπαιναν στις γωνίες του σπιτιού, αλλά και στις πέτρες που θα φαίνονταν (θα ήταν πρόσωπο, από μέσα ή απ΄έξω). Ανάμεσα έβαζαν ακανόνιστες πέτρες και μικρά χαλίκια, όταν χρειαζότανε να κλείσουν τα κενά. Να θυμίσουμε ότι οι τοίχοι είχαν πάνω από εξήντα πόντους πάχος.
Για το σοβάτισμα, όταν γινόταν, χρησιμοποιούσαν το μυστρί και το φραγκόφτυαρο, το οποίο ήταν ένα ορθογώνιο σανίδι με βάση από κάτω, που έβαζε ο μάστορας τη λάσπη και όταν τελείωνε ξαναέβαζε λάσπη από τον κουβά. Με το μικρό φραγκόφτυαρο που είχε πιο γυαλιστερή επιφάνεια, λείαιναν το σοφά.
Και τέλος έμενε η σκεπή. Αφού είχαν υπολογίσει τις διαστάσεις, είχαν παραγγείλει στους υλοτόμους, τα πέταβρα, τις στρώσεις, τα ψαλίδια τους παπάδες, τα σανίδια και τα πατερά.
Εδώ πρέπει να πούμε, ότι τα σανίδια και τα πέταβρα ήταν συνήθως από έλατο, ενώ οι στρώσεις, πατερά, ψαλίδια, από καστανιά.
Τα πατερά ήταν μεγάλα χοντρά δοκάρια που τα τοποθετούσαν, όταν έφταναν στο ύψος του ισογείου, στα οποία επάνω, θα καρφωνόταν το πάτωμα.
Οι στρώσεις, ήταν παρόμοια δοκάρια, έμπαιναν ψηλά και εκεί θα καρφωνόταν το ταβάνι.
Τα ψαλίδια, ξεκινούσαν από τους τοίχους και δημιουργούσαν την οροφή, ενώ οι «παπάδες» ήταν μικρότερα δοκάρια, που ξεκίναγαν από την «στρώση» και έφταναν εκεί που ενώνονταν τα δύο ψαλίδια.
Τα σπίτια που κτίζονταν ήταν απλά. Τέσσερις τοίχοι. Στο βοριά τα παράθυρα ήταν μικρά, ενώ το χαγιάτι και η εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην αυλή, ήταν στο νοτιά. Ελάχιστα σπίτια είχαν και διαχωριστικό τοίχο.
Ο Μαστρογιάννης Γεώργιος 
του Αθανασίου (Λαδάς).
Ήταν ο τελευταίος κτίστης πέτρας.
Όταν αργότερα έβαζαν το πάτωμα και το ταβάνι, χώριζαν τα δωμάτια με "τσατί». Το ισόγειο το χώρισαν στα δύο με τσατί ή σκέτες σανίδες. Στο ένα μέρος ήταν η αποθήκη για τα γεννήματα και στο άλλο ο μπλέχτης και τα ζώα.
Το τσατί. ήταν διαχωριστικό δωματίων. Κάρφωναν δοκάρια, μεταξύ του πατερού και της στρώσης και στη συνέχεια πάνω στα δοκάρια κάρφωναν πηχάκια και από τις δύο μεριές του δοκαριού, βάζοντας ανάμεσα λάσπη ανακατεμένη με αστοφιές, άχυρο και τραγόμαλο. Απέξω το σοβάτιζαν και έμοιαζε σαν κανονικός τοίχος.

Τα Εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν: Μυστρί, τσάπα, φτυάρι, τσουγκράνα, νήμα της στάθμης, μέτρο, αλφάδι, φραγκόφτυαρο, σήτα, κοσκίνα, κασόνια κ.α.
Κάποιοι από τους κτίστες πέτρας που μπορέσαμε να μάθουμε ήταν:
Μαστρογιάννης Αλέκος, Μαστρογιάννης Θανάσης (Λαδάς),
Μαστρογιάννης Θανάσης (Ριζάς), Μαστρογιάννης Κώστας (Κωντής),
Μαστρογιάννης Νίκος, Μαστρογιάννης Τάσος (Μάλιος),
Μαστρογιάννης Δημήτριος (Στραβομύτης), Κατσανάς Ζήσης
Μαστρογιάννης Θανάσης (Καρτάλης), Θάνος Παναγιώτης (Τζούρος),
Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας), Βασιλείου Κώστας (Ντίκας)
Βασιλείου Χαράλαμπος, Κυράνας Νίκος (Τόμπλας), Κυράνας Θανάσης.
Στην Κάτω Στενή:
Κορώνης Αθανάσιος (Λιπιδίτσας), Μαστρογιάννης  Κώστας (Τζώρτζης),
Μαστρογιάννης. Νίκος, Μαστρογιάννης Παναγιώτης,
Σιμιτζής Πέτρος (παπάς), Σιμιτζής Αθανάσιος (Νάσκας),
Σίγουρα ήταν κι άλλοι, που δεν μπορέσαμε να μάθουμε.
-Βλέπουμε ότι υπήρχαν πολλοί Μαστρογιάννηδες κτίστες πέτρας.
Οι Μαστρογιάννηδες είχαν έρθει από την ήπειρο και ήταν πετράδες. Διατήρησαν αυτή την παράδοση μέχρι και την προηγούμενη γενιά.
Τελευταίος πετράς, ήταν ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Λαδάς).

Γιάννης Γιαννούκος






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δίρφυς. «Η ναζού κόρη».

H Δίρφη (ή Δίρφυς) είναι το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας. Η κορυφή της Δίρφης, υψώνεται στα 1.743 μέτρα. Από τα 1.200 περίπου μέτρα και πά...